Σελίδες

Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

Βίκυ Μοσχολιού

Βίκυ  Μοσχολιού, το "βιολοντσέλο" της ελληνικής μουσικής,  όπως την έχει αποκαλέσει ο Μάνος Χατζιδάκις.

Δεν έκρυψα ποτέ τίποτα απο τον κόσμο, ήμουν ένα ανοιχτό βιβλίο για όλους.
Η Βίκυ  Μοσχολιού, ήταν όντως, ένα ανοιχτό βιβλίο που μέσα του γράφτηκαν πολλές χρυσές σελίδες του Ελληνικού τραγουδιού.
Η Βίκυ Μοσχολιού έφυγε νωρίς..

 Έφυγε νωρίς αλλά με το κεφάλι ψηλά. 

Όπως μου είχε πει πριν το τέλος, αλλά στα

 καλά της,

  όταν ατένιζε το μέλλον με πολύ χαμόγελο

 και αισιοδοξία «Τι τα θες, αγόρι μου. Δυο

λέξεις είναι η ζωή του ανθρώπου: Δυο 

πόρτες έχει η ζωή/άνοιξα μια και μπήκα./

Περπάτησα ένα πρωινό/κι ώσπου να βγει το

 δειλινό/από την άλλη βγήκα».(Απόσπασμα απο  συνέντευξη της

Μοσχολιού, στον Κώστα Μπαλαχούτη)



Βίκυ Μοσχολιού-Ζωή σαν Παραμύθι

Μια ζωή σαν παραμύθι...
 
Οπως  το είχε προβλέψει η Τσιγγάνα  που  διάβασε το χέρι της, πολλά χρόνια πριν, στο Τουρκολίμανο. 

 «Η γραμμή της ζωής της είναι μικρή» έσκυψε και είπε στο αφτί της Αρετής,της φίλης της, αλλά εκείνη δεν της το αποκάλυψε ποτέ.Στο βιβλίο της γραμματέας της και επιστήθιας φίλης της Αρετής Γκόρντον, που κυκλοφορεί με τον τίτλο «Θυμάμαι τη Βίκυ Μοσχολιού»,ξετυλίγεται σελίδα-σελίδα το κουβάρι της ζωής της δημοφιλούς τραγουδίστριας με την καθαρή, λαϊκή φωνή.
 «Ξέρω ότι θα μείνω μέσα στις καρδιές των ανθρώπων. Ξέρω ότι θα μείνω μέσα στις δισκοθήκες και τα σπίτια τους.
Ξέρω ότι θα μείνω στην ψυχή και την καρδιά τους. Η μεγαλύτερη τιμή για μένα είναι η αγάπη του κόσμου» έλεγε μέχρι και λίγο πριν από το τέλος. Με ένα παράπονο, επειδή το καλό ελληνικό τραγούδι που η ίδια εκπροσωπούσε δεν ακουγόταν όπως παλιά.
 
Bίκυ Μοσχολιού(1943-2005)

 Η Βίκυ Μοσχολιού γεννήθηκε στις 17  Μαΐου του 1943 στο Μεταξουργείο και έζησε τα παιδικά της χρόνια στο Αιγάλεω.
 Χρόνια στερημένα, αλλά γεμάτα αγάπη και μουσική, καθώς ο πατέρας της δεν αποχωριζόταν το γραμμόφωνο και την πλούσια συλλογή του από λαϊκά δισκάκια της εποχής.

Για να βοηθήσει την οικογένεια της, δεκατριάχρονο κοριτσάκι ακόμα, πιάνει δουλειά σε εργοστάσιο ως κορδελιάστρα.
 Πάντα, όμως, είτε ανάμεσα στις κλωστές και τα καρούλια, είτε στις ανθισμένες μυγδαλιές της Αγίας Βαρβάρας, η Βίκυ έχει ένα τραγούδι στο στόμα. Οι αυστηρών αρχών γονείς της, όμως, δεν της επιτρέπουν να δουλέψει νύχτα. 

Με την παρέμβαση της ξαδέρφης της, Έφης Λίντα, πείθονται τελικά και το 1962, Κυριακή του Πάσχα, η Βίκυ κάνει την πρεμιέρα της στο πάλκο, δίπλα στον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τη Δούκισσα, στην Τριάνα του Χειλά.

Εκεί, δύο χρόνια μετά, την ακούει τυχαία ο Σταύρος Ξαρχάκος που αναζητά εκείνη την περίοδο μια νέα φωνή για να ερμηνεύσει το θρυλικό πλέον τραγούδι Χάθηκε το φεγγάρι στην ταινία Λόλα, με το Νίκο Κούρκουλο και την Τζένη Καρέζη.

 Είναι η αρχή μιας λαμπρής καριέρας, καθώς ακολουθούν αμέτρητες συνεργασίες, σχεδόν με όλους τους κορυφαίους συνθέτες και στιχουργούς: τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Γιάννη Σπανό, τον Γιώργο Ζαμπέτα, τον Απόστολο Καλδάρα, τον Δήμο Μούτση, τον Άκη Πάνου, τον Μίκυ Θεοδωράκη, τον Σταύρο Κουγιουμτζή, τον Βασίλη Τσιτσάνη.
Ζαμπέτας και Μοσχολιού «συναντηθήκανε» για πρώτη φορά στη δισκογραφία το 1964 με «Τα δάκρυα» και τον «Χωρισμό» (γνωστότερο ως «Κι αν θα διαβείς τον ουρανό»).
Η επιτυχία ήταν άμεση και μεγάλη κι έτσι οι δυο τους συνυπήρξανε για αρκετό διάστημα έκτοτε και στα νυχτερινά κέντρα της εποχής.

Για τέσσερα χρόνια, από το 1964 ως το 1968 ο Γιώργος Ζαμπέτας «τροφοδοτούσε» διαρκώς τη Βίκυ Μοσχολιού με τις δημιουργίες του, παράλληλα με τις εμφανίσεις τους τόσο στο πάλκο, όσο και σε κάποιες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου της εποχής. 

Μπορεί αυτή την περίοδο να ηχογραφηθήκανε συνολικά μόλις 15 τραγούδια του συνθέτη με την ερμηνεύτρια, όμως στην πλειοψηφία τους γίνανε τόσο μεγάλες επιτυχίες που στη συνείδηση του κοινού η συνεργασία τους έχει καταγραφεί ως πολλαπλάσια της υπάρχουσας…

Το 1971 η Μοσχολιού φεύγει από την Columbia και πηγαίνει στην «Ελλαδίσκ», μετέπειτα Polygram. 
Ο Ζαμπέτας ανήκει ήδη εκεί κι έτσι ανοίγει ο δεύτερος κύκλος
της συνεργασίας τους που θα διαρκέσει μόλις δύο χρόνια, αλλά θα «γεννήσει» νέες μεγάλες και διαχρονικές επιτυχίες: 
«Αλήτη», «Το γράμμα και η φωτογραφία», «Πού ήσουν και χάθηκες» κ.α. Παράλληλα, το 1972 θα μοιραστούν ένα και μοναδικό μεγάλο δίσκο με τίτλο « Περιπέτειες » τραγουδώντας οι δυο τους τις δημιουργίες του συνθέτη κι έτσι θα κλείσει η διάρκειας οκτώ ετών συνύπαρξή τους στα στούντιο…

Θα ξαναβρεθούνε το 1981 για να ηχογραφήσουν ως ντουέτο ένα τραγούδι του Σταμάτη Κραουνάκη σε στίχους του Κώστα Τριπολίτη.
  Πρόκειται για το «Επεμβαίνεις» που συμπεριλήφθηκε στο δίσκο «Σκουριασμένα χείλια » και ακούστηκε πάρα πολύ τόσο εκείνη την εποχή, όσο και αργότερα. 
Ήτανε και η τελευταία τους συνάντηση στη δισκογραφία…
Πολύ αργότερα κι ενώ ο Ζαμπέτας θα έχει φύγει από τη ζωή, το 1995 η Μοσχολιού θα κάνει ένα δίσκο-φόρο τιμής σ’ έναν από τους ανθρώπους που τη βοηθήσαν πολύ στο ξεκίνημα και στην εδραίωση της καριέρας της.
 Ο λόγος για το άλμπουμ « Ο Τζακ Ο’ Χάρα » και περιλαμβάνει ακυκλοφόρητες ως τότε μουσικές του συνθέτη σε στίχους του Θόδωρου Ποάλα, αλλά και τρία τραγούδια σε δεύτερη εκτέλεση.

Μοσχολιού-Ξαρχάκος
Η πρώτη τους συνάντηση έγινε με το τραγούδι''χάθηκε το φεγγάρι'',στην ταινία Λόλα,σε σκηνοθεσία του Ντίνου Δημόπουλου-Σενάριο -Ηλίας Λυμπερόπουλος 1964 ,σε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου.
Η ιστορία έχει,ως εξής ..
Ανήμερα την Κυριακή του Πάσχα του 1962, η Βίκυ Μοσχολιού ανέβηκε για πρώτη φορά στο πάλκο, στη γνωστή «Τριάνα του Χειλά» στο
 πλάϊ του Γρηγόρη Μπιθικώτση και της Δούκισσας. 
Λίγο καιρό μετά, έρχεται και η σειρά της δισκογραφίας. 
Από τον Τάκη Λαμπρόπουλο της Columbia μαθα
νει πως ο Σταύρος Ξαρχάκος αναζητά νεαρή τραγουδίστρια να συμμετάσχει στην ταινία «Λόλα» ερμηνεύοντας το τραγούδι «Χάθηκε το φεγγάρι».
 Ο Σταύρος Ξαρχάκος περιγράφει στην εκπομπή «Μουσική βραδιά» του Γιωργου Παπαστεφάνου τη γνωριμία αυτή. 
«Πρωτογνώρισα τη Βίκυ Μοσχολιού στο στούντιο Α, στις 
αρχές του 1963. 
Έγραφα τότε τη μουσική για την ταινία «Η Ελλάς χωρίς ερείπια» και είχε έλθει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης που τραγουδούσε τότε στην ταινία, μαζί με τη Βίκυ Μοσχολιού. Με παίρνει παράμερα ο Μπιθικωτσης και μου λέει:
 Αυτή που βλέπεις μία μέρα θα γίνει πολύ μεγάλη τραγουδίστρια. Στο λέω να το ξέρεις».  
Μετά από λίγο καιρό έκανα τη «Λόλα», τη μουσική της ταινίας Έψαχνα για την τελευταία σκηνή της ταινίας, μία κοπέλα, στον Πειραιά που έπρεπε να λέει ένα τραγούδι μέσα από ένα παράθυρο για τον αγαπημένο που έχασε.
 Παίρνω το Μπιθικώτση τηλέφωνο και του λέω για τη Μοσχολιού. 
Ήλθε στο στούντιο, έπαιξα στο πιάνο το τραγούδι, σιγά σιγά άρχισε να παίρνει θάρρος και τραγούδησε υπέροχα αυτό το τραγούδι.»Πηγή,εδώ http://www.e-orfeas.gr

Λίγους μήνες μετά την πτώση της δικτατορίας(Δεκέμβριος 1974), εκδίδεται η πρώτη δισκογραφική δουλειά του Σταύρου Ξαρχάκου μετά τη μεταπολίτευση (Δεκέμβριος 1974). Πάνω σε στίχους του Νίκου Γκάτσου (με τον οποίο τον συνδέει ένα λαμπρό μουσικό παρελθόν) γράφει δέκα τραγούδια, έξι εκ των οποίων ερμηνεύει η Βίκυ Μοσχολιού και τέσσερα ο Νίκος Δημητράτος.
Πρόκειται πραγματικά για δέκα «διαμάντια», ερμηνευμένα μοναδικά από δύο σπουδαίους τραγουδιστές.
 Η Βίκυ Μοσχολιού θυμίζει ηρωίδα αρχαίας τραγωδίας όταν τραγουδά τα «Νυν και αεί», «Στον κάτω δρόμο» και «Μεγάλη Παρασκευή», ενώ ο Νίκος Δημητράτος ξεχωρίζει για τις στιβαρές ερμηνείες του στα «Δόκανα», «Ο μαύρος ήλιος» και «Ήρθε ο καιρός».

Είχε βέβαια ,προηγηθεί η συνεργασία του Ξαρχάκου με την Μοσχολιού στο δίσκο χρώματα,(1968),συμμετέχουν επίσης οι Γρηγόρης Μπιθικώτσης-Σταμάτης Κόκοτας. 
Η Βίκυ Μοσχολιού συμμετύχε με δύο τραγούδια «Παλικάρι διψασμένο » και «Εσβησε το τραγούδι>>,σε στίχους Ντίνου Δημόπουλου,τα οποία ακουγόταν στην ταινία του Πάνου Γλυκοφρίδη<<Πολύ αργά για δάκρυα>>


1982-Η Βίκυ Μοσχολιού ερμηνεύει δεκατρία υπέροχα τραγούδια από τα πολλά αθάνατα που έγραψε η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι, Στέλιου Καζατζίδη, Απόστολου Καλδάρα, Γιάννη Παπαϊωάννου, Μανώλη Χιώτη, Σταύρου Τζουανάκου, Μπάμπη Μπακάλη, Σταύρου Ξαρχάκου, Κώστα Καπλάνη .Ενορχήστρωση - Διεύθυνση ορχήστρας : Σταύρος Ξαρχάκος.





Σημαντικός σταθμός στην πορεία της Βίκυς Μοσχολιού ,υπήρξε η συνεργασία της ,με έναν σπουδαίο συνθέτη του λαικού τραγουδιού,τον Απόστολο Καλδάρα.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 περίπου χρονολογείται η συνεργασία του Καλδάρα με τη Μοσχολιού.
 Μαζί με το Σταύρο Ξαρχάκο και τον Γιώργο Ζαμπέτα άλλωστε, ο Καλδάρας κυρίως, είναι ο τρίτος αυτουργός του τόσο σημαντικού ρεπερτορίου της τραγουδίστριας εκείνη την εποχή, με πολλές και τεράστιες επιτυχίες.  
Δεν ξέρω πόσο σ’ αγαπώ, 
Μην τα φιλάς τα μάτια μου, 
Ένα αστέρι πέφτει, πέφτει, 
Πήρα απ’ τη νιότη χρώματα αλλά και επανεκτελέσεις που αφήνουν το δικό τους στίγμα στο χρόνο, όπως Ένα τραγούδι απ’τ’ Αλγέρι, Είπα να σβήσω τα παλιά, Δεν μετανιώνω που σ’ αγάπησα πολύ κλπ. 
 Ο κινηματογραφικός φακός αποτυπώνει κάποιες στιγμές αυτής της συνεργασίας. 
Το 1975 ο Καλδάρας επιμελείται κι έναν δίσκο 
με επανεκτελέσεις προπολεμικών ρεμπέτικων, με τίτλο Λαϊκή Παράδοση 1825-1940 και τραγουδιστές τη Βίκυ Μοσχολιού και το Μανώλη Μητσιά.
Τα τρένα που φύγαν, Τα δειλινά, Οι μετανάστες, Τα αρχοντορεμπέτικα είναι μερικές μόνο επιτυχίες από το πλούσιο ρεπερτόριό της, που ξεκινά από το ρεμπέτικο και το λαϊκό για να καταλήξει στο ελαφρολαϊκό και το έντεχνο, γιατί η σπουδαία, ιδιαίτερη δωρική φωνή της με τη χαρακτηριστική βραχνάδα και τις απεριόριστες δυνατότητες δεν χώρεσε ποτέ ταμπέλες.
Στις αρχές της δεκαετίας του '60 η Βίκυ Μοσχολιού αρχίζει συναυλίες με το Σταύρο Ξαρχάκο και το Γρηγόρη Μπιθικώτση σ' όλη την Ελλάδα, ενώ το 1968 πραγματοποιεί με δικά της έξοδα την πρώτη μεγάλη συναυλία έλληνα καλλιτέχνη στην Κύπρο.
Το 1972 είναι η πρώτη λαϊκή τραγουδίστρια που εγκαταλείπει τα μεγάλα νυχτερινά κέντρα και τα υψηλά νυχτοκάματα για να κατέβει στην πλάκα, αρχικά στο Ζουμ και μετά στο Ζυγό, δημιουργώντας ένα εναλλακτικό τρόπο διασκέδασης, με άλλο ήθος και ύφος. 

Έξι συνεχείς σεζόν η Μοσχολιού τραγουδά στις μπουάτ Μούτση, Μαρκόπουλο, Θεοδωράκη και Σπανό και παράλληλα δισκογραφεί μερικά από τα σημαντικότερα τραγούδια της, όπως το Έτσι είναι η ζωή, Μια βραδιά στη Λάρισα, Μεσόγειος, Η Ρόζα η ναζιάρα,Άνθρωποι Μονάχοι.








 «Πήρα το ρίσκο» είχε δηλώσει «Εκεί έπρεπε να είσαι τέλεια, γιατί ούτε τρώγανε, ούτε πίνανε, ούτε σπάγανε…Είχαν ένα ποτήρι στα χέρια , κάθονταν και σε κοίταγαν στα μάτια».
 Το 1973 βρέθηκε μαζί με τον Δήμο Μούτση μέσα στο Πολυτεχνείο, πρόσφεραν την μικροφωνική τους εγκατάσταση από το Zoom και τριάντα κιλά κουλούρια κι άλλα τόσα τυριά!  

.
 

Τι να πρωτο-γράψω αλήθεια για τη Βίκυ Μοσχολιού; Είχε την τύχη να συνεργαστεί με τους σπουδαιότερους  συνθέτες ,
στιχουργούς, αφήνοντας ανεξίτηλα τα ίχνη της,  στη δισκογραφία, τη μνήμη, αλλά κυρίως στις  καρδιές μας. 
 Δεν, ήταν βέβαια μόνο θέμα τύχης, 
Ήταν μεγάλο ταλέντο, γι’αυτό και «σκοτώνονταν» όλοι να της δώσουν τραγούδια τους. Μπάσα φωνή, με απόλυτα μετρημένη ερμηνεία, συχνά συγκινητική, αλλά ποτέ μελό κι άλλοτε κεφάτη και αλλέγρα, μισόκλεινε τα μάτια καθώς τραγουδούσε, έγερνε ελαφριά μπροστά το κεφάλι στις κορώνες, τα χείλη της έπαιζαν ένα δικό τους παιχνίδι και καθήλωνε το ακροατήριό της.

Απο το ρεπερτόριο της Βίκυς, αξίζει να σημιώσουμε την συνεργασία της με τουςΑκη Πάνου (Πρέπει, Δεν κλαίω για τώρα), τον Ξαρχάκος (Παληκαράκι πού ‘λιωσα, Νυν και αεί), 
 τον Μούτση(Σ’έβλεπα στα μάτια, Έτσι ειν’η ζωή), τον Μαρκόπουλο (Πέρα από τη θάλασσα, Οι Μετανάστες (όλο το L.P.), τον Θεοδωράκη (Κοιμήσου παληκάρι), τον Σπανό (Άνθρωποι μονάχοι), τον Κηλαηδόνη (Τα θερινά σινεμά), τον Κουγιουμτζή (Δεν είμαι εγώ),

 τον Πιτσιλαδή (Άδειο το λιμάνι), τον Κραουνάκη (Σήκω παιδί μου, Δεν είμαστε στην ίδια τη συχνότητα). Και βέβαια, έχει τραγουδήσει και πάμπολλα τραγούδια άλλων γνωστών και λιγότερο γνωστών τραγουδοποιών (Πλέσσα, Χατζηνάσιου, Κατσαρού, Λεοντή, Μουσαφίρη),καθώς επίσης και στίχους των καλύτερων (Ελευθερίου, Παπαδόπουλου, Χριστοδούλου, Νικολακοπούλου, Γκάτσου, Πυθαγόρα, κ.α.).

Οι δημιουργοί,υποκλίθηκαν στη φωνή της,στη δωρική της ερμηνεία,, στην σκηνική της παρουσία,δεν είναι τυχαία η αναφορά του Ξαρχάκου<<Η Μοσχολιού σε κάποια τραγούδια,μοιάζει με Αρχαία Τραγωδό >>








Το 1981 κάνει μια δύσκολη επιλογή, από τις πλέον παρακινδυνευμένες για καθιερωμένη τραγουδίστρια, ερμηνεύοντας τον δίσκο «Σκουριασμένα χείλια» του άγνωστου τότε Σταμάτη Κραουνάκη.

 Και όπως αποδείχθηκε, άξιζε το ρίσκο αφού και η καριέρα του Κραουνάκη απογειώθηκε έκτοτε, αλλά και στη δική της άνοιξε μια καινούργια  παράγραφο


ΤΟ ΚΥΚΝΙΟ ΑΣΜΑ(2004)
Ετσι μας αποχαιρέτησε τον Αύγουστο (2005)...
Βραδινό σινιάλο έρημου φάρου
Σε ζητώ στην καύτρα του τσιγάρου
Απ' τα χείλη σου να κρέμομαι μ' αφήνεις
Κι ύστερα μεμιάς την πόρτα κλείνεις
Ξεθωριάζουνε τα χρώματα της μέρας
μόνη συντροφιά μου ο αέρας
και καθώς η νύχτα φτάνει
με τρομάζει τίποτα πια τώρα δεν αλλάζει..

 

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

Προσκυνητάρι έρημης Σικυώνας

''Οι λογισμοί της ηδονής είναι πουλιά/
που νύχτα μέρα διασχίζουν τον αέρα''
γράφει ο Ανδρέας Εμπειρίκος.

Με τέτοιους λογισμούς κόβεται στη μέση η νύχτα
σαν το κορμί,
που ώρες πολλές στο σκοτεινό πεζοδρόμιο
αναζητά να βρει τη μοναξιά του
Αέναοι έρωτες
Τέρψης ηδονών ...
<<καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν>>
Προσκυνητάρι έρημης Σικυώνας.(Μαρία Λαμπράκη)

Ποιήματα της ηδονής

Ηδονισμός (Κωστής Παλαμάς)

Από τραγούδια έν’ άυλο κομπολόι
Σ’ εσέ δεν ήρθα σήμερα να δώσω.
Με τα τραγούδια εγώ θα σε λιγώσω
Και με τα ξόρκια, αγάπη μου, ενός γόη.

Γυμνοί. Και σαν κισσός θα σκαρφαλώσω
Να φάω το κορμί σου που με τρώει.
Του λαγκαδιού σου την δροσάτη χλόη
Με το χέρι θρασά θα την πυρώσω.

Το κρασί που ξανάφτει και το γάλα
Που κοιμίζει, θα φέρω στάλα στάλα,
Μ’ όλο μου το κορμί να σε ποτίσω
Και στα πόδια σου τ’ ασπροσκαλισμένα,
Δυο βάζα που μου παίρνουνε τα φρένα,
Στερνή μανία το μέλι μου θα χύσω.

Το Σύνταγμα της Ηδονής  Κ.Π.Καβάφης

Μη ομιλείτε περί ενοχής, μη ομιλείτε περί ευθύνης.
 Όταν περνά το Σύνταγμα της Ηδονής με μουσικήν και σημαίας· όταν ριγούν και τρέμουν αι αισθήσεις, άφρων και ασεβής είναι όστις μένει μακράν, όστις δεν ορμά εις την καλήν εκστρατείαν, την βαίνουσαν επί την κατάκτησιν των απολαύσεων και των παθών
 Όλοι οι νόμοι της ηθικής — κακώς νοημένοι, κακώς εφαρμοζόμενοι — είναι μηδέν και δεν ημπορούν να σταθούν ουδέ στιγμήν, όταν περνά το Σύνταγμα της Ηδονής με μουσικήν και σημαίας.
  Μη αφήσεις καμίαν σκιεράν αρετήν να σε βαστάξει.
Μη πιστεύεις ότι καμία υποχρέωσις σε δένει.
 Το χρέος σου είναι να ενδίδεις, να ενδίδεις πάντοτε εις τας Επιθυμίας, που είναι τα τελειότατα πλάσματα των τελείων θεών. 
Το χρέος σου είναι να καταταχθείς πιστός στρατιώτης, με απλότητα καρδίας, όταν περνά το Σύνταγμα της Ηδονής με μουσικήν και σημαίας.
  Μη κλείεσαι εν τω οίκω σου και πλανάσαι με θεωρίας δικαιοσύνης, με τας περί αμοιβής προλήψεις της κακώς καμωμένης κοινωνίας. 
Μη λέγεις, Τόσον αξίζει ο κόπος μου και τόσον οφείλω να απολαύσω.
 Όπως η ζωή είναι κληρονομία και δεν έκαμες τίποτε διά να την κερδίσεις ως αμοιβήν, ούτω κληρονομία πρέπει να είναι και η Ηδονή.
 Μη κλείεσαι εν τω οίκω σου· αλλά κράτει τα παράθυρα ανοικτά, ολοάνοικτα, διά να ακούσεις τους πρώτους ήχους της διαβάσεως των στρατιωτών, όταν φθάνει το Σύνταγμα της Ηδονής με μουσικήν και σημαίας. 
  Μη απατηθείς από τους βλασφήμους όσοι σε λέγουν ότι η υπηρεσία είναι επικίνδυνος και επίπονος.
 Η υπηρεσία της ηδονής είναι χαρά διαρκής. 
Σε εξαντλεί, αλλά σε εξαντλεί με θεσπεσίας μέθας.
 Και επιτέλους όταν πέσεις εις τον δρόμον, και τότε είναι η τύχη σου ζηλευτή.
 Όταν περάσει η κηδεία σου, αι Μορφαί τας οποίας έπλασαν αι επιθυμίαι σου θα ρίψουν λείρια και ρόδα λευκά επί του φερέτρου σου, θα σε σηκώσουν εις τους ώμους των έφηβοι θεοί του Ολύμπου, και θα σε θάψουν εις το Κοιμητήριον του Ιδεώδους όπου ασπρίζουν τα μαυσωλεία της ποιήσεως. [ 1894 – 1897;]

 ''Χαρά και μύρο της ζωής μου η μνήμη των ωρών
που ηύρα και που κράτηξα την ηδονή ως την ήθελα.
Χαρά και μύρο της ζωής μου εμένα, που αποστράφηκα
την κάθε απόλαυσιν ερώτων της ρουτίνας.''

Το τελευταίο ποίημα του έρωτα (Άρης Δικταίος)

Δως μου την ηδονή της ηδονής,
ζωή της ζωής, της μέθης νύχτα, οδύνη.
Το ερωτικόν απόσταγμα μου ηδύνει
την υπερφίαλη σκέψη που πονεί.
Μόνο, τη γεύση αγάπησα μόνο,
ω πονώ πέρ’ απ’ την αίσθηση του χώρου τής γης,
πέρ’ απ’ τα μάκρη αυτά πονώ!
Δε νιώθω, δεν αισθάνομαι καθώς άνθρωπος,
μα αισθάνομαι θεός
κι ως θεός ζούσα, μεθούσα,
πλήρης από έρωτα και δόξα κι ομορφιά…
Πάνω στα σουβλερά καρφιά,
σαν ασκητής έλα κι εσύ να γείρεις,
τον ίλιγγο να δεις, το δέος να δεις,
να φτάσεις στη σιγή και στο κενό να φτάσεις,
κι ως άνθος τον εαυτό σου να μαδείς.
Κι όταν σταθείς στο τελευταίο σκαλί
του έρωτα και του πόνου, ένα φιλί
από την πείρα την τόση να κρατείς:
φιλί άγριο και ζεστό να με δαμάσεις.